accertamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accertamento < accertare
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
accertamento | accertamenti |
accertamento (it) αρσενικό