accidentale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
accidentale < accidente

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accidentale accidentali

accidentale (it) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]