accomplice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accomplice < μέση αγγλική accomplice < a + complice
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accomplice (en)
- συνεργάτης
- συμμέτοχος σε ένα αδίκημα, συνεργός
- George was an accomplice with John in this crime