accoucheur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accoucheur | accoucheurs |
accoucheur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accoucheur | accoucheurs |
accoucheur (fr) αρσενικό