accoudoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ku.dwaʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accoudoir accoudoirs

accoudoir (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]