accused
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accused (en)
- (the accused) ο κατηγορούμενος, ο υπόδικος
- ↪ The accused presented himself to the investigator to apologize.
- Ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε στον ανακριτή για να απολογηθεί.
- ↪ The accused presented himself to the investigator to apologize.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
accused (en)