acid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acid (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
acid (en)
- (χημεία) όξινος
- ξινός, όξινος (ως προς τη γεύση)
- (μουσική) για μουσικό είδος που αποτελεί παραλλαγή ή διαστρέβλωση προϋπάρχοντος είδους
- acid-rock
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acid (ro) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του acid
Επίθετο[επεξεργασία]
acid (ro)