acidaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acidaĵo | acidaĵoj |
αιτιατική | acidaĵon | acidaĵojn |
acidaĵo (eo)
- κάτι ξινό