acidiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα acidiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | acidiĝas | acidiĝanta | acidiĝata |
αόριστος | acidiĝis | acidiĝinta | acidiĝita |
μέλλοντας | acidiĝos | acidiĝonta | acidiĝota |
υποθετική | acidiĝus | - | - |
προστακτική | acidiĝu | - | - |
acidiĝi (eo)
- μετατρέπομαι σε οξύ