acidopesilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acidopesilo | acidopesiloj |
αιτιατική | acidopesilon | acidopesilojn |
acidopesilo (eo)
- το οξύμετρο