acquidotto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- acquidotto < acquedotto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acquidotto | acquidotti |
acquidotto (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acquidotto | acquidotti |
acquidotto (it)