acquisition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
acquisition acquisitions

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌæk.wəˈzɪʃ.ən/ (ΗΠΑ)
 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

acquisition < acquire + -ition

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

acquisition (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ki.zi.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

acquisition (fr)

  1. η απόκτηση, η αγορά
  2. το απόκτημα


Συγγενικά[επεξεργασία]