acrimonious
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˌakrɪˈməʊnɪəs/
Επίθετο[επεξεργασία]
acrimonious (en)
- εχθρικός, πικρόχολος, πικρός, δριμύς, δηκτικός, οξύς, τεταμένος, σκληρός
- acrimonious negotiations: σκληρές / επίπονες διαπραγματεύσεις
- acrimonious relations: εχθρικές / τεταμένες σχέσεις
- acrimonious divorce: μη συναινετικό διαζύγιο με έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των πρώην συζύγων