acrobatie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
acrobatie < acrobate

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kʁɔ.ba.si/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
acrobatie acrobaties

acrobatie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]