activité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ak.ti.vi.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
activité activités

activité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]