adénite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adénite adénites

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adénite (fr) θηλυκό