adjacent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]adjacent (en) (χωρίς παραθετικά)
- προσκείμενος, διπλανός, πλαϊνός, o δίπλα, παρακείμενος
- ↪ adjacent rooms - διπλανά δωμάτια
Πηγές
[επεξεργασία]- adjacent - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 241. ISBN 9780194325684., λήμμα: διπλανός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjacent | adjacents |
θηλυκό | adjacente | adjacentes |
adjacent (fr)