administrivia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
administrivium (en) ενικός (για έναν απ' τους κανόνες)
administrivia (en) πληθυντικός
- κανόνες, όροι, πρόγραμμα και διαχειριστικοί φορμαλισμοί ορισμένοι από την διεύθυνση ή κάποιον υπεύθυνο