admirer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
admirer | admirers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
admirer (en)
- ο θαυμαστής, η θαυμάστρια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
admirer (fr)