ado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η φασαρία
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται κυρίως μόνο στις καθορισμένες εκφράσεις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ado < συντομογραφία του adolescent
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ado | ados |
ado (fr) αρσενικό ή θηλυκό