adoration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adoration (en)

  1. η λατρεία
  2. η προσκύνηση



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

adoration < λατινική adoratio

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adoration adorations

adoration (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) η λατρεία
  2. παθιασμένη αγάπη

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη adorer
  • → δείτε τη λέξη adoratio