adultère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.dyl.tɛʁ/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adultère < παλαιά γαλλική adultere < λατινική adulterium < adulter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adultère adultères

adultère (fr) αρσενικό

βλ. adulter