advocate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | advocate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | advocates |
αόριστος | advocated |
παθητική μετοχή | advocated |
ενεργητική μετοχή | advocating |
Ρήμα
[επεξεργασία]advocate (en)
- ενθαρρύνω, υπερασπίζω, υποστηρίζω κάτι δημόσια