aedo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aedo | aedoj |
αιτιατική | aedon | aedojn |
aedo (eo)
- ο αοιδός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aedo | aedoj |
αιτιατική | aedon | aedojn |
aedo (eo)