aequor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aequor (la) ουδέτερο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aequor | aequŏră |
γενική | aequŏris | aequŏrum |
δοτική | aequŏrī | aequŏrĭbus |
αιτιατική | aequor | aequŏră |
κλητική | aequor | aequŏră |
αφαιρετική | aequŏre | aequŏrĭbus |
Πηγές[επεξεργασία]
- aequor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.