afferent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
afferent < λατινική adferens < adferre < ad (προς, εις) + ferre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
afferent
- (νευρολογία) προσαγωγό νεύρο, κεντρομόλο νεύρο, ενδοκατευθυντικό νεύρο
Επίθετο[επεξεργασία]
afferent
- (νευρολογία) προσαγωγός, προσαγωγικός, εισάγων, εισαγόμενος