affront
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]affront (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]affront (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- affront < affronter
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
affront | affronts |
affront (fr) αρσενικό