affront

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

affront (en)

affront (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
affront < affronter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.fʁɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affront affronts

affront (fr) αρσενικό