ahead
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ahead (en) (χωρίς παραθετικά)
- μπροστά, είμαι πιο μπροστά στο χώρο ή στο χρόνο
- ↪ Step ahead please!
- Προχωρήστε μπροστά παρακαλώ!
- ↪ He rushed/ran ahead.
- Όρμησε/έτρεξε μπροστά.
- ↪ a little further ahead - λίγο πιο μπροστά
- ↪ Short people ahead and tall people behind.
- Μπροστά οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί.
- ↪ He is ahead and we are behind.
- Μπροστά αυτός και πίσω εμείς.
- ↪ Put it 5 minutes ahead.
- Βάλ' το 5 λεπτά μπροστά.
- ↪ Summer is ahead.
- Tο καλοκαίρι είναι μπροστά.
- ≈ συνώνυμα: forward και in front
- ↪ Step ahead please!
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ahead - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός, περνώ