akcelilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- akcelilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcelilo | akceliloj |
αιτιατική | akcelilon | akcelilojn |
akcelilo (eo)
- το πετάλι του επιταχυντήρα, το γκάζι