akordo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
akordo < akord + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική akordo akordoj
αιτιατική akordon akordojn

akordo (eo)

  • η συμφωνία
    ili faris formalan akordon pri libera komerco - έκαναν επίσημη συμφωνία για ελεύθερο εμπόριο