al fresco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
al fresco < fresco

Επίρρημα

[επεξεργασία]

al fresco (it)

  1. σε δροσερό μέρος, στο ψυγείο
  2. (αργκό) στο φρέσκο στη φυλακή, Ο κλέφτης πιάστηκε και "θα μπεί σε μέρος δροσερό"