alcoholic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | alcoholic |
συγκριτικός | more alcoholic |
υπερθετικός | most alcoholic |
alcoholic (en)
- αλκοολούχος
- ↪ an alcoholic refreshment - αλκοολούχο αναψυκτικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alcoholic | alcoholics |
alcoholic (en)
- ο αλκοολικός, η αλκοολική
- ↪ He is an alcoholic.
- Είναι αλκοολικός.
- ↪ He is an alcoholic.