algèbre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
algèbre < μεσαιωνική λατινική algebra < αραβική al-jabr

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /al.ʒɛbʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

algèbre (fr) θηλυκό

  1. η άλγεβρα
  2. (μεταφορικά) (παρωχημένο) κάτι που είναι δυσνόητο, «ακαταλαβίστικος»
    c'est de l'algèbre pour moi - μου φαίνεται ακαταλαβίστικο
    → δείτε τις λέξεις chinois και hébreu
  3. (μεταφορικά) λογική ανάλυση

Παράγωγα

[επεξεργασία]