alleged
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
alleged (en) (χωρίς παραθετικά, επίσημο)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) φερόμενος ως, υποτιθέμενος, που δηλώνεται ως γεγονός αλλά χωρίς καμία απόδειξη
Πηγές[επεξεργασία]
- alleged - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 922. ISBN 9780194325684., λήμμα: υποτιθέμενος