allophone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
allophone allophones

allophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ξενόγλωσσος

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
allophone allophones

allophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ξενόγλωσσος