amaracum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amaracum < αρχαία ελληνική ἀμάρακον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amaracum ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amaracum | amaraca |
γενική | amaracī | amaracōrum |
δοτική | amaracō | amaracīs |
αιτιατική | amaracum | amaraca |
κλητική | amaracum | amaraca |
αφαιρετική | amaracō | amaracīs |