amarone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amarone amaroni

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amarone < amaro (πικρός) + -one

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.maˈro.ne/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amarone (it) αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]