amator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amator < amo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amator (pl) αρσενικό
- ο εραστής, ο αγαπητικός
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amator (pl) αρσενικό
- αυτός που αγαπά, του αρέσει κάποιο υλικό αντικείμενο ή μια ιδέα, ο εραστής
- ο ερασιτέχνης