amen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
amen (en)
- έκφραση έντονης συμφωνίας
Επίρρημα[επεξεργασία]
amen (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
amen (fr)
- έκφραση έντονης συμφωνίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amen (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amen < αρχαία εβραϊκή אמן
Επιφώνημα[επεξεργασία]
amen (it)
- αμήν στο τέλος της προσευχής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amen (it)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
amen (fr)
- έκφραση έντονης συμφωνίας
- αμήν