ampélologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ampélologie ampélologies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ampélologie (fr) θηλυκό