ampoulé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ampoulé λατινική ampullatus
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ampoulé | ampoulés |
θηλυκό | ampoulée | ampoulées |
ampoulé (fr)
- (για λόγια) υπερβολικός, που το παρακάνει