amputation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amputation (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amputation < λατινική amputatio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.py.ta.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amputation amputations

amputation (fr) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]