ancêtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ancêtre < ancestre < λατινική antecessor

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ancêtre ancêtres

ancêtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο πρόγονος
  2. ο πρόδρομος
  3. ο γενάρχης
  4. (οικείο) ο γέρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]