ancestor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ancestor ancestors

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈæn.ses.tər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈæn.ses.tɚ/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: an‐ces‐tor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ancestor (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Υπάρχει μια σπάνια χρήση του θηλυκού «ancestress»
ενεστώτας ancestor
γ΄ ενικό ενεστώτα ancestors
αόριστος ancestored
παθητική μετοχή ancestored
ενεργητική μετοχή ancestoring

ancestor (en)