andrologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
andrologie andrologies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

andrologie (fr) θηλυκό