anesthetize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας anesthetize
γ΄ ενικό ενεστώτα anesthetizes
αόριστος anesthetized
παθητική μετοχή anesthetized
ενεργητική μετοχή anesthetizing

anesthetize (en)