angélologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
angélologie angélologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angélologie (fr) θηλυκό