anglicise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

anglicise (en)

  1. κάνω κάτι να αποκτήσει αγγλικό χαρακτηριστικό
  2. μεταφράζω στα αγγλικά