anglicisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
anglicisme anglicismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anglicisme (fr) αρσενικό