animer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- animer < λατινική animo, animare < … < απώτατη αρχή: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (αναπνέω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]animer (fr) (μεταβατικό)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]- animer - κλίση στο γαλλικό Βικιλεξικό
Πηγές
[επεξεργασία]- animer - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- animer - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online